- πολυποσία
- ητο να πίνει κανείς πολύ ποτά οινοπνευματώδη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυποσία — πολυποσίᾱ , πολυποσία hard drinking fem nom/voc/acc dual πολυποσίᾱ , πολυποσία hard drinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίᾳ — πολυποσίᾱͅ , πολυποσία hard drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσία — και πολυποσίη, ἡ, Α [πολυπότης] η υπερβολική οινοποσία … Dictionary of Greek
πολυποσίας — πολυποσίᾱς , πολυποσία hard drinking fem acc pl πολυποσίᾱς , πολυποσία hard drinking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίαι — πολυποσίᾱͅ , πολυποσία hard drinking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίαν — πολυποσίᾱν , πολυποσία hard drinking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίαις — πολυποσία hard drinking fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίη — πολυποσία hard drinking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποσίης — πολυποσία hard drinking fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоѣденьѥ — МЪНОГОѢДЕНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. То же, что мъного˫адениѥ: Не о брашнѣ ре(ч) г(с)ь сего. вѣмь бо. ˫ако мн(о)гоеденье и питье сквернить чл҃вка. възд(в)ижюще на нь стр(с)ти плотьскы˫а. (πολυποσία) ПНЧ XIV, 193в; постную •а҃•ю не(д)лю. ѿ ѥдиного поста… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)